- μαγκλαβίται
- μαγκλαβῑται και μαγγλαβῑται και μαγλαβῑται, οἱ (Μ) [μαγκλάβιον]1. σώμα ανδρών τής βασιλικής σωματοφυλακής τών Βυζαντινών, οι οποίοι έφεραν μαστίγιο και συνόδευαν πάντοτε τον αυτοκράτορα στις μετακινήσεις του έξω από τα ανάκτορα2. σώμα που είχε ως έργο την τήρηση τής τάξης και τής ευκοσμίας κατά τις εκκλησιαστικές τελετές.
Dictionary of Greek. 2013.